- συμπαρακαθίζω
- Αβάζω κάποιον να καθήσει κοντά ή μαζί με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παρακαθίζω «βάζω κάποιον να καθήσει ή να παραμείνει κοντά σε κάποιον»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπαρακαθισάμενος — συμπαρακαθίζω sit close beside aor part mid masc nom sg συμπαρακαθίζω sit close beside aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπαρακαθίζειν — συμπαρακαθίζω sit close beside pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)